- ταραντίνος
- -η, -ο / ταραντῑνος, -ίνη, -ον, ΝΜΑ1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Τάραντα ή αυτός που προέρχεται από την παραπάνω πόλη2. το αρσ. ως ουσ. ο Ταραντίνος, η Ταραντίνηο κάτοικος τού Τάραντα ή αυτός που κατάγεται από τον Τάρανταμσν.-αρχ.(το αρσ. πληθ. κύριο όν.) οἱ Ταραντῑνοι(με ή χωρίς τη λ. ἱππεῑς) σώμα ιππέων οπλισμένων με λόγχεςαρχ.1. το θηλ. ως ουσ. ἡ Ταραντίνηη χώρα τού Τάραντα2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Ταραντῑνοςτίτλος κωμωδίας τού Κρατίνου3. (κατά τον Φώτ.) «ταραντῑναι βαφαί, παρὰ Ἀχαιῷ, οἶμαι, τὰ ἁλουργὰ ἢ τὰ ἀπὸ τοῡ ὀστρέου».[ΕΤΥΜΟΛ. < Τάρας, -αντος + κατάλ. -ῖνος (πρβλ. ἀκραγαντ-ῖνος)].
Dictionary of Greek. 2013.